Εισαγωγικό κείμενο για σημαντικό δίσκο αγαπημένου καλλιτέχη: Ξεκίνα από βιωματική εμπειρία. Επέλεξε τον αγαπημένο σου δίσκο του. Πλάσε ένα στόρι για τις συνθήκες που το πρωτοάκουσες. Βγάλε πεντέξι χρόνια από την ιστορία, ίντερνετ έχουμε, δεν θα πάρει χαμπάρι η roula_pap και ο giorgos_hatzi. Εναλλακτικά θυμήσου την πρώτη φορά που είδες συναυλία του και γράψε για το πόσο σε άλλαξε η εμπειρία. Θα πιάσει, θα διαβαστεί, θα αρέσει. Το πρόβλημα είναι πως με μερικούς τύπους σαν τον John Wiese, οι έννοιες "δίσκος" (πόσο μάλλον "σημαντικός δίσκος"), "συναυλία" και "αγαπημένος" είναι κάπως στη σφαίρα του σχετικού. Αν δεν είσαι εκείνος ο ήρωας που του έλειπαν μόνο τέσσερα από
τα εκατό εφτάιντσα της αντίστοιχης έκθεσης, μια μειοψηφία -ας πούμε- του ακροατηρίου, δε μπορώ να δω εύκολα τον τρόπο. Ίσως χρειαστεί να μείνεις στην αίσθηση που σου αφήνει το μικρό κομμάτι του έργου με το οποίο έχεις έρθει σε τριβή, σε συνδυασμό με τη βαρύτητα του ονόματός του δημιουργού. Γιατί απαραίτητα μικρό; Γιατί δεν πρέπει να έχει υπάρξει διάστημα άνω των είκοσι ημερών, από τα τέλη των 90's ως σήμερα, όπου ο Wiese να μην έχει μια νέα κυκλοφορία.
Οπότε η αίσθηση αυτή, ποια είναι η αίσθηση αυτή, είναι απλή, είναι πως ο John Wiese είναι κάτι σαν τον ηθικό αυτουργό, τον οργανωτικό κρίκο, τον άτυπο θεωρητικό της μεγάλης έκρηξης του αμερικάνικου noise που ετοιμαζόταν σιγά σιγά στα τέλη των 90's, και παρουσιάστηκε σε πλήρες μέγεθος στα 00's. Έβγαλε εκατοντάδες κυκλοφορίες ως John Wiese και Sissy Spacek, υπήρξε περιστασιακό μέλος των Bastard Noise και Smegma, έκανε δεκάδες συνεργασίες, είχε ιδιαίτερη αγάπη για video installations, zine art και χαοτικό grindcore. Και όπως συμβαίνει με αρκετούς συμμετέχοντες της ιδιάζουσας περιγραφείσας φάσης, έρχεται κάποια στιγμή που μεγαλώνεις ηλικιακά, και από noise dude γίνεσαι sound artist, οπότε -όπως θα λέει και στο κείμενο- μεγαλώνεις και καλλιτεχνικά ίσως. Ανάθεμα και αν μπορώ να το τοποθετήσω ακριβώς χρονικά, αλλά από ένα σημείο και μετά ο Wiese πειραματίστηκε ακόμα περισσότερο, και αυτό μπορούσε ως σήμερα να αποτυπωθεί περισσότερο στα live του παρά στη δισκογραφία του, η οποία ουδεμία έκπτωση έκανε στην ακρότητά της προς χάριν της τέχνης, πανάθεμά την και την τέχνη.
Σήμερα γιατί άλλαξε αυτό; Γιατί ο Wiese μάζεψε υλικό από πολλές εμφανίσεις του και τις κυκλοφόρησε σε διπλό δίσκο με τίτλο
Deviate from Balance, με ένα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο να πλαισιώνει το concept και ένα ωραίο
βίντεο να το προμοτάρει. Του πήρε -όπως ο ίδιος λέει- πολλά χρόνια για να αποφασίσει ποια κομμάτια θα χρησιμοποιήσει και τη σειρά που θα τα βάλει στον δίσκο ώστε να υπάρχει υποτυπώδης συνοχή. Δέκα κομμάτια από δέκα διαφορετικά sets του, διάρκειας ογδόντα λεπτών, που βρίσκουν τον Wiese να μην είναι τόσο minimal μεν, να παρουσιάζει δε μια ιδιαίτερη αστάθεια στον αχνό μουσικό πυρήνα του κάθε κομματιού. Φοράει τα κονκρέτ του γενικώς. Τα free του. Τα brotzmannικά του. Τα tape music του. Τα extreme του απουσιάζουν από την εικόνα. Συμμετέχουν οι Smegma, o C. Spencer Yeh, o Oren Ambarchi, ο Joe Preston, o Pete Swanson και πραγματικά πολλοί άλλοι. Το κομμάτι
Cafe OTO όπου παίζει με το δίδυμο Ikue Mori/Maja Ratkje και στο σαξόφωνο τον Evan Parker, είναι ένας ατέλειωτος Spunk όλεθρος που με φέρνει στα όρια μου, και αυτός ο ήχος δε χάνεται εντελώς στη συνέχεια, όταν η Ratkje φεύγει από το πλάνο. Για παράδειγμα η δεύτερη εκτέλεση του
Segmenting Process που κλείνει τον δίσκο, είναι οριακά ήχος βαθιάς Rune Grammofon. Σε ηχητική σύγκριση, διαβάζω στο ίντερνετ πως κόσμος βρήκε στο
Deviate from Balance μεγάλη συγγένεια με το
Miseri Lares του Valerio Tricoli. Είναι σωστό αυτό. Αν κλείσουμε όμως το κείμενο, με την αίσθηση που αφήνει ένα
Deviate from Balance, είναι πως ο John Wiese έβγαλε το δικό του
Modern Jester. Αυτό από μόνο του είναι για μένα αρκετό για να περιγράψει τα πάντα.
Deviate from Balance 2xLP (Gilgongo Records - 2015)